Σάββατο 21.09 – απόγευμα
Τέρμα το Παλατάκι και η Καλαμαριά, το επόμενο venue ήταν τα Παλιά Σφαγεία. Εκεί το σκηνικό ήταν πάλι εντελώς διαφορετικό με δύο γεμάτες σκηνές που έπαιζαν διαφορετικό ήχο. Στην πρώτη σκηνή, όσο έπαιζαν οι Röyksopp, γνώρισα την Ελένη, μια καρδιολόγο που είχε έρθει για πρώτη φορά στο φεστιβάλ για να τους ακούσει. Μου είπε ότι δεν το χει πολύ με το να απαντάει σε ερωτήσεις αλλά πέρναγε τέλεια στο φεστιβάλ και αγαπούσε τη house. Ήταν μια κοπέλα πραγματικά αφοσιωμένη στον αριθμό των χτύπων ανά λεπτό.
Στη δεύτερη σκηνή, στην προσπάθεια μου να φτάσω πιο κοντά στην τέκνο του Ben Klock, μοίραζα συγγνώμες προς όλες τις κατευθύνσεις, παραγκωνίζοντας σώματα που δεν χαμπάριαζαν και πολλά. Μια κοπέλα με σταμάτησε από το πουθενά και μου είπε: “Δεν χρειάζεται να ζητάς ποτέ συγγνώμη εδώ που είμαστε, μου το είπε μια άλλη κοπέλα και είπα να το μοιραστώ”. Μετά μου ζήτησε να με κάνει μια μεγάλη αγκαλιά. Πέρναγε κι αυτή τέλεια και τη λέγαν κι αυτή Ελένη.
Μου φάνηκε καλό σημάδι για το φεστιβάλ να μπορεί να καταφέρει να κάνει δύο τόσο διαφορετικές Ελένες να περάσουν τόσο όμορφα, την ίδια στιγμή.
Σάββατο 21.09 – βράδυ
Το club που γινόταν το extra event (το τελευταίο για εμένα) ήταν δίπλα στα Σφαγεία. Το κοινό εκεί ήταν ένας συνδυασμός χάρντκορ φαν (hardcore fan) του φεστιβάλ και ανθρώπων από random generator όπως μια παρέα τριών Φινλανδών στα 30κάτι τους. Είχαν έρθει για πρώτη φορά στο reworks επειδή ακούνε techno και η Θεσσαλονίκη είναι η δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της Ελλάδας. “So why not?”, με τα λόγια του Νίκλας.
Το μεγάλο όνομα εδώ, το μόνο που αναγνώριζα εγώ έστω, ήταν ο ISON, ο δημιουργός ολόκληρου του φεστιβάλ, που έπαιζε b2b με τον Jonathan Kaspar, ελάχιστες ώρες πριν την πτήση μου για Αθήνα. Ο Γιώργος, επίσης γύρω στα 35, μου είπε ότι ακολουθεί τα reworks από τα πρώτα πάρτυ του ISON “πριν καν ονομαστούν reworks”. Επιστρέφει στο φεστιβάλ γιατί “γίνεται πολύ καλύτερο μουσικά μέσα στα χρόνια”, την ίδια στιγμή όμως που η σκηνή της ηλεκτρονικής μουσικής της πόλης μικραίνει μετά από μια “χρυσή εποχή” που έληξε γύρω στο 2010, όταν πολλά μαγαζιά έκλεισαν στα χρόνια της κρίσης.
Κάτι παρόμοιο μου μετέφερε και ο Άρης, μία από τις λίγες στιγμές του φεστιβάλ που δεν δούλευε στην είσοδο. Μου είπε ότι στα χρόνια των σπουδών του στη Θεσσαλονίκη νιώθει ότι η ηλεκτρονική μουσική ακούγεται όλο και πιο χαμηλά. Γιατί; Πιστεύει ότι η σκηνή δεν επανήλθε ποτέ πραγματικά μετά την πανδημία κάνοντάς την εύθραυστη ακόμα και σε παράπονα τουριστικών καταλυμάτων για τα ντεσιμπέλ των μαγαζιών. Υπάρχουν βέβαια αξιόλογες ομάδες που κάνουν ωραία events, γίνονται προσπάθειες να ανέβουν τα πράγματα. Τι κάνει το reworks μέσα σε αυτό; “Κρατάει ζωντανή την ηλεκτρονική μουσική στην πόλη.”
Οι τέσσερις νύχτες μου στην Θεσσαλονίκη δεν ήταν αρκετές για να επιβεβαιώσω με ασφάλεια την απόψή του, η οποία όσο περνούσε η ώρα μου φαινόταν πιο στενάχωρη. Θα έπρεπε το παράπονο που μου εξέφρασαν λιγότερο ή περισσότερο όλοι με όσους μιλούσα να ήταν αληθινό, και οι επιλογές των ανθρώπων που ακούνε ένα τόσο διαδεδομένο είδος, να είναι πράγματι περιορισμένες στην πόλη.
Αυτό σήμαινε ότι ο κόσμος πήγαινε στο reworks μόνο γιατί δεν υπήρχαν και τόσες άλλες επιλογές; Δεν υπήρχε τίποτα που να με κάνει να το πιστέψω αυτό. Σκάναρα το κοινό μέσα στο W, και όπως κάθε άλλο βράδυ, είδα κόσμο να χαμογελάει, να χορεύει, να παραπατάει, να φιλιέται. Ο κόσμος ήταν σε ένα πολύ καλό πάρτυ. Και όλοι θέλουμε να επιστρέψουμε σε ένα πολύ καλό πάρτυ.