(reworks)

Γιατί ο κόσμος επιστρέφει και ξαναεπιστρέφει στο reworks;

Προσθέστε Εδώ το Κείμενο Επικεφαλίδας σας
@fyinews team

26/09/2024

Αντιγραφή συνδέσμου
fyi:
  1. Ήμουν για πρώτη φορά στο reworks. Και είχα τέσσερα βράδια για να μάθω πώς ένα φεστιβάλ ηλεκτρονικής παραμένει ζωντανό για 20 χρόνια, μέσα από το κοινό του.
  2. “Τα τεκνόπαρτα είναι το μόνο μέρος που περνάς πραγματικά καλά, όλοι χορεύουν όπως να ‘ναι και δεν νοιάζεται κανένας γι’ αυτό.”, μου απάντησε με αθώο ενθουσιασμό η Νεφέλη όταν τη ρώτησα γιατί επιστρέφει ξανά και ξανά στα reworks.
  3. Σκάναρα το κοινό μέσα στο W, και όπως κάθε άλλο βράδυ, είδα κόσμο να χαμογελάει, να χορεύει, να παραπατάει, να φιλιέται. Ο κόσμος ήταν σε ένα πολύ καλό πάρτυ. Και όλοι θέλουμε να επιστρέψουμε σε ένα πολύ καλό πάρτυ.

της Ράνιας Ζώκου

Τετάρτη 18.09 – απόγευμα

Ήταν η πρώτη μέρα του reworks, λίγο μετά τις 19:00, στο Παλατάκι. Οι περισσότεροι άνθρωποι γύρω μου ήταν ντυμένοι σαν να έχουν μπουτίκ στις Κυκλάδες και μοιάζανε να κάνουν networking σε πηγαδάκια. Για λίγο νόμιζα ότι είχαν μπερδευτεί και με είχαν στείλει σε εταιρικό πάρτυ. Ρώτησα τον Δημήτρη, ένα παιδί στα 20κάτι του που δούλευε στο μπαρ αν θα ήταν έτσι κάθε μέρα έτσι. Μου είπε “από αύριο θα δεις τι γίνεται, που είναι τα μεγάλα ονόματα”. Σκάλωσα. Αποκλείεται να λέει μικρό όνομα τον Cerrone.

Σίγουρα έτσι ήταν για κάποιους. “Αν είσαι όντως δημοσιογράφος να γράψεις ότι δεν τον ξέρει ούτε η μάνα του αυτόν” μου είπε ο Βαγγέλης αφού μου ζήτησε να τον βγάλω φωτογραφία με τον φίλο του τον Θανάση. Ήταν στα late 20s τους (μου έριχναν δύο χρόνια), και οι δύο από τη Θεσσαλονίκη, και οι δύο εκεί κυρίως για τη ζεστή house των Anané & Louie Vega που θα έπαιζαν μετά.

Υπερασπίστηκα θερμά τον μεγάλο μπαμπά της ντίσκο, αλλά ο Βαγγέλης απέρριψε λιτά τα επιχειρήματα μου. “Κοπέλα μου εσύ έχεις μείνει στο ’80”. Δεν ήμουν όμως η μόνη. Πολλοί από τους ανθρώπους που είχα κρίνει αυστηρά στην αρχή, ήταν οι ίδιοι που χοροπήδαγαν στο σετ του Cerrone, όπως θα έκανα κι εγώ αν δεν αισθανόμουν τόσο έξω απ’ τα νερά μου μέσα στο συγκεκριμένο crowd. Τότε, άρχισα να αλλάζω προσέγγιση. Ούτως ή άλλως δεν θα κατάφερνα να καταλάβω πολλά για τον κόσμο, αν τον κοιτούσα αφ’ υψηλού.

Ρώτησα τον Βαγγέλη αν έχει ξαναέρθει στο reworks. Μου είπε: “Θα ακουστώ γέρος, αλλά εμείς οι δύο το έχουμε χτίσει εδώ. Εσύ;”. Εγώ ήμουν για πρώτη φορά στο reworks. Και είχα τέσσερα βράδια για να μάθω πώς ένα φεστιβάλ ηλεκτρονικής παραμένει ζωντανό για 20 χρόνια, μέσα από το κοινό του.

Πέμπτη 19.09 – απόγευμα

(reworks)

“Τα τεκνόπαρτα είναι το μόνο μέρος που περνάς πραγματικά καλά, όλοι χορεύουν όπως να ‘ναι και δεν νοιάζεται κανένας γι’ αυτό.”, μου απάντησε με αθώο ενθουσιασμό η Νεφέλη όταν τη ρώτησα γιατί επιστρέφει ξανά και ξανά στα reworks. Είχε έρθει στο Παλατάκι με τη φίλη της τη Ρεβέκκα. Ήταν δυο κορίτσια που είχαν μεγαλώσει και σπούδαζαν στην πόλη. “Και τέτοια πάρτι δεν είναι και τόσο συχνά στη Θεσσαλονίκη.”, συμπλήρωσε.

Η δυσεύρετη υπόσχεση ενός “τέτοιου πάρτι” είχε συγκεντρώσει πολύ πιο ευρύ κοινό σε σχέση με την προηγούμενη μέρα, το κοινό του φεστιβάλ στις πραγματικές του διαστάσεις. Καλοτεχνίτισσες με mullet και φασαίοι με αντιανεμικά, pr σε τοπικά κλαμπ με αμάνικα Μoncler και τύπισσες που στην Αθήνα θα άκουγαν “μόνο Βest”, σλατίνες και μαγκωμένοι κάγκουρες, παλαίμαχοι και παλαίμαχες της ηλεκτρονικής, ήταν όλοι εκεί για να ακούσουν ARTBAT.

Οι εντυπώσεις τους ήταν πολύ διαφορετικές. Μια παρέα παρακαλούσε να βρέξει κι άλλο για να έχουν να το λένε ότι άκουγαν τόσο ακραίο σετ ενώ έριχνε καρέκλες. Μια άλλη γούσταρε πιο πολύ στον INELLEA γιατί τελικά οι ARTBAT, τους παραφάνηκαν εμπορικοί. Μια τρίτη είχε ξενερώσει που της έμοιαζε να μην είχε τόσο κόσμο φέτος, άλλες χρονιές δεν χωρούσες να πάρεις ποτό, αλλά άντε να δούμε αύριο.

Παρασκευή 20.09 – απόγευμα

(reworks)

Όταν είδα τον κόσμο που είχε στηθεί έξω από τα κάγκελα που περίφραζαν το Παλατάκι άρχισα να καταλαβαίνω τι εννοούσαν με το “άντε να δούμε αύριο”. Μέσα από τα κάγκελα, ο Solomun και πιο πριν ο Mano Le Tough φαίνονταν να κάνουν τον κόσμο ό,τι θέλουν. Και ήθελαν να τον κάνουν να χορέψει.

Έχοντας χωθεί στο κοινό έβγαλα φωτογραφία την Κατερίνα, μια φαρμακοποιό στα mid-20s της, πάνω στους ώμους ενός φίλου της. Αφού κατέβηκε μου είπε ότι έρχεται για χρόνια στο reworks “για να ξεφύγει”. Μου είπε κι εκείνη ότι δεν υπάρχουν τόσες ευκαιρίες να ακούσεις ηλεκτρονική στη Θεσσαλονίκη, με εξαίρεση 3-4 μαγαζιά που μου ανέφεραν όλοι όσους ρώτησα για τη σκηνή εδώ.

Λίγα λεπτά μετά, η τύχη της φωτογραφίας της Κατερίνας και όλων των υπόλοιπων που συνάντησα, ξέφυγε από τα χέρια μου, όταν η αναλογική μου κάμερα κατέληξε στον πάτο της τουαλέτας. Ήμουν εγώ τόσο ακατάλληλη; Όχι. Την είχα ακουμπήσει σε ασφαλές σημείο. Τα μπάσα όμως ήταν τόσο δυνατά ώστε κάθε beat έκανε τη χημική τουαλέτα να σείεται και την κάμερα να κάνει ένα βήμα πιο κοντά σε ό,τι άλλο είχε καταλήξει στον πάτο της τουαλέτας όλο το απόγευμα.

Βούτηξα το χέρι μου μέσα για να τη σώσω, και πιτσίλισα το δεξί μου μάτι με τα λύματα αγνώστου αριθμού ανθρώπων. Άρχισα να κλαίω και πέταξα τον έναν μου φακό στο πάτωμα. Γύρισα μισότυφλη και ηττημένη στο dancefloor, έχοντας πάρει ένα ιδιαίτερο μάθημα. Να μην ξαναπώ ποτέ τα party που παίζουν house “φλώρικα”.

Παρασκευή 20.09 – βράδυ

(reworks)

Μπαίνοντας στο Μαμούνια Live σκέφτηκα ότι η κάμερα ίσως να αυτομόλησε για έναν ακόμα λόγο. Μέσα στο μπουζουξίδικο, οι Fjaak, που τους είχα χρόνια άχτι, έπαιζαν σοβαρή τέκνο, η οποία έμελλε να σοβαρέψει ακόμα περισσότερο όσο το βράδυ γινόταν πρωί με τον Richie Hawtin, τη Νina Kraviz και την Pinelopi με την Indi Skullmors. Και επειδή σ’ αυτήν την τέκνο ο κόσμος παρτάρει αναλόγως, δεν είναι ευγενικό να ενοχλείς κανέναν χώνοντας την αδιάκριτη σου κάμερα κοντά στη μούρη του, όσο ωραίο κι αν είναι το κάδρο.

Στα Μαμούνια, όπως και σε κάθε άλλο venue, υπήρχε μπόλικος κόσμος που δεν ήταν από τη Θεσσαλονίκη αλλά είχε έρθει από άλλες πόλεις της βόρειας Ελλάδας (άκουσα Καστοριά, Κατερίνη, Λάρισα, Καβάλα), που, όπως είναι λογικό, ήταν σε πολύ χειρότερη μοίρα απ’ τους Θεσσαλονικείς ως προς τις ευκαιρίες τους να ξεχάσουν το όνομά τους χορεύοντας.

Μία από αυτές τις παρέες που έρχεται σταθερά στο reworks από άλλη πόλη, σπουδάζουν όλοι στην Ξάνθη. Ο Τάσος, ένα παιδί από αυτούς, μου είπε ότι αν θες να ακούσεις ηλεκτρονική στην Ξάνθη έχει μόνο ένα μαγαζί. Στην Πτολεμαΐδα πάλι, όπου έχει μεγαλώσει, δεν έχει κανένα, αν εξαιρέσεις ένα φεστιβάλ “που ντάξει δεν πολυλέει κιόλας”. Η μουσική λοιπόν ήταν ένας από τους βασικούς λόγους που έρχεται στη Θεσσαλονίκη. “Άντε και για κάνα γήπεδο”.

Σάββατο 21.09 – απόγευμα

Τέρμα το Παλατάκι και η Καλαμαριά, το επόμενο venue ήταν τα Παλιά Σφαγεία. Εκεί το σκηνικό ήταν πάλι εντελώς διαφορετικό με δύο γεμάτες σκηνές που έπαιζαν διαφορετικό ήχο. Στην πρώτη σκηνή, όσο έπαιζαν οι Röyksopp, γνώρισα την Ελένη, μια καρδιολόγο που είχε έρθει για πρώτη φορά στο φεστιβάλ για να τους ακούσει. Μου είπε ότι δεν το χει πολύ με το να απαντάει σε ερωτήσεις αλλά πέρναγε τέλεια στο φεστιβάλ και αγαπούσε τη house. Ήταν μια κοπέλα πραγματικά αφοσιωμένη στον αριθμό των χτύπων ανά λεπτό.

Στη δεύτερη σκηνή, στην προσπάθεια μου να φτάσω πιο κοντά στην τέκνο του Ben Klock, μοίραζα συγγνώμες προς όλες τις κατευθύνσεις, παραγκωνίζοντας σώματα που δεν χαμπάριαζαν και πολλά. Μια κοπέλα με σταμάτησε από το πουθενά και μου είπε: “Δεν χρειάζεται να ζητάς ποτέ συγγνώμη εδώ που είμαστε, μου το είπε μια άλλη κοπέλα και είπα να το μοιραστώ”. Μετά μου ζήτησε να με κάνει μια μεγάλη αγκαλιά. Πέρναγε κι αυτή τέλεια και τη λέγαν κι αυτή Ελένη.

Μου φάνηκε καλό σημάδι για το φεστιβάλ να μπορεί να καταφέρει να κάνει δύο τόσο διαφορετικές Ελένες να περάσουν τόσο όμορφα, την ίδια στιγμή.

Σάββατο 21.09 – βράδυ

Το club που γινόταν το extra event (το τελευταίο για εμένα) ήταν δίπλα στα Σφαγεία. Το κοινό εκεί ήταν ένας συνδυασμός χάρντκορ φαν (hardcore fan) του φεστιβάλ και ανθρώπων από random generator όπως μια παρέα τριών Φινλανδών στα 30κάτι τους. Είχαν έρθει για πρώτη φορά στο reworks επειδή ακούνε techno και η Θεσσαλονίκη είναι η δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της Ελλάδας. “So why not?”, με τα λόγια του Νίκλας.

Το μεγάλο όνομα εδώ, το μόνο που αναγνώριζα εγώ έστω, ήταν ο ISON, ο δημιουργός ολόκληρου του φεστιβάλ, που έπαιζε b2b με τον Jonathan Kaspar, ελάχιστες ώρες πριν την πτήση μου για Αθήνα. Ο Γιώργος, επίσης γύρω στα 35, μου είπε ότι ακολουθεί τα reworks από τα πρώτα πάρτυ του ISON “πριν καν ονομαστούν reworks”. Επιστρέφει στο φεστιβάλ γιατί “γίνεται πολύ καλύτερο μουσικά μέσα στα χρόνια”, την ίδια στιγμή όμως που η σκηνή της ηλεκτρονικής μουσικής της πόλης μικραίνει μετά από μια “χρυσή εποχή” που έληξε γύρω στο 2010, όταν πολλά μαγαζιά έκλεισαν στα χρόνια της κρίσης.

Κάτι παρόμοιο μου μετέφερε και ο Άρης, μία από τις λίγες στιγμές του φεστιβάλ που δεν δούλευε στην είσοδο. Μου είπε ότι στα χρόνια των σπουδών του στη Θεσσαλονίκη νιώθει ότι η ηλεκτρονική μουσική ακούγεται όλο και πιο χαμηλά. Γιατί; Πιστεύει ότι η σκηνή δεν επανήλθε ποτέ πραγματικά μετά την πανδημία κάνοντάς την εύθραυστη ακόμα και σε παράπονα τουριστικών καταλυμάτων για τα ντεσιμπέλ των μαγαζιών. Υπάρχουν βέβαια αξιόλογες ομάδες που κάνουν ωραία events, γίνονται προσπάθειες να ανέβουν τα πράγματα. Τι κάνει το reworks μέσα σε αυτό; “Κρατάει ζωντανή την ηλεκτρονική μουσική στην πόλη.”

Οι τέσσερις νύχτες μου στην Θεσσαλονίκη δεν ήταν αρκετές για να επιβεβαιώσω με ασφάλεια την απόψή του, η οποία όσο περνούσε η ώρα μου φαινόταν πιο στενάχωρη. Θα έπρεπε το παράπονο που μου εξέφρασαν λιγότερο ή περισσότερο όλοι με όσους μιλούσα να ήταν αληθινό, και οι επιλογές των ανθρώπων που ακούνε ένα τόσο διαδεδομένο είδος, να είναι πράγματι περιορισμένες στην πόλη.

Αυτό σήμαινε ότι ο κόσμος πήγαινε στο reworks μόνο γιατί δεν υπήρχαν και τόσες άλλες επιλογές; Δεν υπήρχε τίποτα που να με κάνει να το πιστέψω αυτό. Σκάναρα το κοινό μέσα στο W, και όπως κάθε άλλο βράδυ, είδα κόσμο να χαμογελάει, να χορεύει, να παραπατάει, να φιλιέται. Ο κόσμος ήταν σε ένα πολύ καλό πάρτυ. Και όλοι θέλουμε να επιστρέψουμε σε ένα πολύ καλό πάρτυ.

AD(1024x768)
Μετάβαση στο περιεχόμενο