Λαμία. Μέσα της δεκαετίας του ’90. Κόκκινη κλούβα Volkswagen. Επαγγελματικόν. Διάσπαρτες κασέτες. Κυρίως Νέο Κύμα, αλλά και Λοΐζος, Χατζής και Κόκοτας. Ανάμεσά τους κι ο Σαββόπουλος. Κομμάτια από το “Φορτηγό”:
“Οι πλανόδιοι”, “Το δέντρο”, “Τα πουλιά της δυστυχίας”, “Οι παλιοί μας φίλοι”, ” Βιετνάμ γιε γιε”.
Ποιος είναι αυτός μπαμπά; Ο Διονύσης Σαββόπουλος, σ’ αρέσει; Πολύ! Έχεις κι άλλα;
Υπήρχαν κι άλλα, διάσπαρτα σε κασέτες. Κασέτες γραμμένες η μία πάνω στην άλλη. Φαγωμένες απ’ τα χρόνια και τη χρήση. Δεν είχα την υπομονή να τ’ ακούω από ‘κει.
1997 ή 1998 αγόρασα το πρώτο μου σιντί. “Δέκα χρόνια κομμάτια”. Δραχμές 5.000. Ήρθαν και τα επόμενα. “Το περιβόλι του τρελού”, “Το βρώμικο ψωμί” και φυσικά το “Φορτηγό”.
“Καλά, βίτσιο τον έχεις τον Σαββόπουλο;”, με ρωτάει η κυρία στο μαγαζί. Δεν ήξερα τι να απαντήσω. Παιδί Δημοτικού. Κοκκίνησα. “Μαμά, τι είναι βίτσιο;”. Η απάντηση ήταν μάλλον “ναι”, αλλά δεν την έδωσα ποτέ.
Ήρθε “Η Ρεζέρβα”, “Τα τραπεζάκια έξω”. Ήρθε η ” Πρώτη του 2000″.
Ήρθε το καλοκαίρι του 2001. Συναυλία στο Κάστρο Μενδενίτσας. Το πρώτο αυτόγραφο. Και το μοναδικό. “Γεια σου Αναστάση φίλε”. “Γεια σου Ελισάβετ και πολλά φιλιά”. 12 εγώ, 8 η αδερφή μου.
Ήρθε “Η Ρεζέρβα”, “Τα τραπεζάκια έξω”. Ήρθε η ” Πρώτη του 2000″.
Ήρθε και το “ΔΙΦΩΝΟ”. “20 Χρόνια Δρόμος”. Ήρθανε κι άλλες μουσικές, πιο έντονες, πιο άγριες. Ο Σαββόπουλος, όμως, πάντα εκεί. Μία σταθερά στ’ ακούσματά μου. Πάντα ανέτρεχα σ’ αυτόν όταν κάτι νέο δεν με γέμιζε.
Ήρθε το 2007. Πανελλήνιες. ” Είμαι δεκαεξάρης, σας γαμώ τα λύκεια”.
Ήρθε το Πανεπιστήμιο. Ήρθανε κι άλλες μουσικές. Ήρθε κι “Ο Σαμάνος”. Δεύτερη φορά λάιβ. Τραπεζάκια μέσα μαζί με τον Θανάση. Και τελευταία όμως.
Κι όσο άκουγα καινούρια πράγματα, πάντα γυρνούσα στον Σαββόπουλο. Τον ξανάκουγα και ανακάλυπτα πάντα κάτι νέο.
Ξανάρθε ο “Μπάλος”, ξανάρθε “Η Ρεζέρβα”. Με άλλο αυτί πλέον.
Ήρθε το “Happy Day”. Πρωινή προβολή στη σχολή. Μουσική Σαββόπουλου. Έρχεται το “Σχόλιο”. Δεν είναι όμως μέσα στην ταινία. Ανατριχίλα. Σαν να το ξαναζώ όλο από την αρχή. ” Νιώθω άλλος κι άλλη μια, χαιρετώ με τη γροθιά, δεν έχει τι δεν έχει που , στις οθόνες του λαού”.
Ήρθε όμως και η πολιτικοποίηση και η σκληρή συνειδητοποίηση. Ήρθαν οι μετανάστες και τα ξερονήσια. Ετεροχρονισμένα και η εκπομπή με τον Ραφαηλίδη και ο βαθύς του συντηρητισμός. Έψαξα, έμαθα, κατάλαβα όσα δεν καταλάβαινα. Ο Σαββόπουλος του ’80 και μετά ήταν ένας άλλος Σαββόπουλος. Μέσα μου κάτι έσπασε.
Μέχρι και σήμερα επανέρχομαι τακτικά πίσω στον Σαββόπουλο. Αυστηρά μέχρι “Τη Ρεζέρβα”.
Πάντα όμως τον υπερασπιζόμουνα. “Ποιος είμαι εγώ να πω τι για τον Σαββόπουλο;” έλεγα, κι ας ήξερα ότι είμαι λάθος. Δεν υιοθέτησα ποτέ τη λογική “άλλο το έργο κι άλλο ο καλλιτέχνης”. Εδώ όμως το έκανα. Μία και μοναδική εξαίρεση. Για να τον δικαιολογήσω και να δικαιολογηθώ στον εαυτό μου. Ήμουν ένα απ’ “τα παιδιά με τα μαλλιά και με τα μαύρα ρούχα” κι ο Σαββόπουλος πρέσβευε όλα αυτά που ήμουν εναντίον.
Τα χρόνια πέρασαν κι άλλο. Όσο άκουγα δίσκους τόσο καταλάβαινα κι άλλο τον Σαββόπουλο. Πόσο μεγάλος τραγουδοποιός ήταν. Είχα θάψει όμως μέσα μου τον άνθρωπο και τον είχα θρηνήσει.
Βγήκα έξω. Έμεινα χρόνια. Ήρθε η Γερμανία Ήρθε το Kraut κι η ψυχεδέλεια. Αναπόφευκτα ξανάρθε ο “Μπάλος”, “Το βρώμικο ψωμί” κι οι συγκρίσεις. “Τι έχεις γράψει ρε Σαββό”.
Γύρισα Ελλάδα. Αν και έδινε συναυλίες, όχι πολλές, δεν πήγα να τον δω ποτέ. Δεν το μετανιώνω. Μου αρκεί αυτή η μιάμιση φορά.
Ήρθε όμως ο Φλεβάρης του ’21. Το φευγιό του πατέρα μου και πάλι όλα μου ακούγονταν διαφορετικά. ” Όλα είναι μακρινά κι ευτυχισμένα Και το χιόνι πέφτει από ψηλά”.
Μέχρι και σήμερα επανέρχομαι τακτικά στον Σαββόπουλο. Αυστηρά μέχρι “Τη Ρεζέρβα”. Τα “μετά” δεν μου λένε απολύτως τίποτα. Χθες ήταν μία από αυτές τις φορές.
Αλλά, “ποιος είμαι εγώ να πω τι για τον Σαββόπουλο”;