Ο εισαγγελέας του Μανχάταν ανακοίνωσε σήμερα τις κατηγορίες σε βάρος του Donald Trump για παραποίηση επιχειρηματικών αρχείων στη Νέα Υόρκη, με σκοπό την απόκρυψη πληροφοριών και παράνομης δραστηριότητας από τους ψηφοφόρους, πριν και μετά τις εκλογές του 2016.
Σύμφωνα με δελτίο τύπου που εξέδωσε o εισαγγελέας , κατά την προεκλογική περίοδο, ο Trump και συνεργάτες του εφάρμοσαν ένα σχέδιο «εξαγοράς της σιωπής» (catch and kill), προκειμένου να εντοπίσουν, να εξαγοράσουν και να «θάψουν» αρνητικές πληροφορίες για εκείνον, ώστε να ενισχύσουν τις εκλογικές του πιθανότητες.
Ο Trump κατηγορείται ότι προέβη σε πληρωμές προκειμένου να «θαφτούν» υποθέσεις που ενδεχομένως θα τον έπλητταν αν δημοσιευόντουσαν πριν από τις εκλογές του 2016.
Ακολούθως ο Trump κατέβαλε κάθε δυνατή προσπάθεια για να κρατήσει κρυφή αυτήν τη συμπεριφορά, με δεκάδες ψευδείς καταχωρήσεις στα επιχειρηματικά αρχεία με σκοπό την απόκρυψη εγκληματικής δραστηριότητας, συμπεριλαμβανομένων προσπαθειών που παραβιάζουν την πολιτειακή και ομοσπονδιακή εκλογική νομοθεσία.
Το Ανώτατο Δικαστήριο της πολιτείας της Νέας Υόρκης απήγγειλε στον Trump 34 κατηγορίες παραποίησης επιχειρηματικών αρχείων σε πρώτο βαθμό.
«Η πολιτεία της Νέας Υόρκης υποστηρίζει ότι ο Ντόναλντ Trump παραποίησε επανειλημμένως και με δόλο επιχειρηματικά αρχεία στη Νέα Υόρκη, με σκοπό να αποκρύψει επιζήμιες (για αυτόν) πληροφορίες από το εκλογικό κοινό κατά τις προεδρικές εκλογές του 2016», δήλωσε ο εισαγγελέας.
Οι κατηγορίες που του απαγγέλθηκαν αναμένεται να οδηγήσουν στην πρώτη ποινική δίωξη σε βάρος πρώην προέδρου στην ιστορία της χώρας.
Ο Trump υποχρεώθηκε να ακολουθήσει τη συνηθισμένη διαδικασία: δήλωσε όνομα, ηλικία και επάγγελμά και του πήραν δακτυλικά αποτυπώματα. Ωστόσο δεν τον φωτογράφισαν για τα αρχεία του δικαστηρίου, ούτε του πέρασαν χειροπέδες.