Τα τελευταία χρόνια, λόγω της ανόδου της θερμοκρασίας της Μεσογείου (1,5 βαθμός Κελσίου από το 1980), έχει περάσει σε αυτή ένας μεγάλος αριθμός Λεοντόψαρων από τον Ειρηνικό και τον Ινδικό, μέσω της Διώρυγας του Σουέζ, καθώς πλέον η θερμοκρασία της θάλασσας τους επιτρέπει να επιβιώσουν και να αναπαραχθούν σε περιοχές που προηγουμένως ήταν πολύ κρύες για αυτά.
Ο γρήγορος πολλαπλασιασμός τους (ένα μόνο θηλυκό μπορεί να γεννήσει 2 εκατ. αυγά σε έναν χρόνο) να ανατρέψει την ισορροπία των οικοσυστημάτων στα οποία ζουν, καθώς πιάνουν φωλιές ψαριών, τρώνε τα αυγά και μειώνουν επικίνδυνα τα ενδημικά ψάρια, καθώς δεν αναγνωρίζουν το είδος αυτό και δεν έχουν μάθει να προφυλάσσονται, ενώ τα δηλητηριώδη αγκάθια του αποτρέπουν κάθε θηρευτή.
Το 2010 εμφανίστηκε στην Κύπρο, το 2012 σε Ρόδο, Κάσο και Γαύδο, ενώ από το 2022 εντοπίζεται στη Χαλκιδική και στις ακτές της Θράκης.
Για να επιβραδύνουν την εξάπλωσή του, δύτες διοργανώνουν διαγωνισμούς κυνηγιού στα ανοικτά των ακτών της Κύπρου, αρκετές εταιρείες έχουν κατασκευάσει ρομπότ για το κυνήγι του, ενώ μηχανικοί έχουν σχεδιάσει ακόμη και παγίδες για τον εγκλωβισμό του.
Άλλοι ερευνητές έχουν προτείνει την δημιουργία ενός φράγματος στο Σουέζ, το θα περιόριζε την περαιτέρω εισβολή μη ενδημικών ειδών, όμως τα Λεοντόψαρα έχουν περάσει ήδη στη Μεσόγειο.
Σύμφωνα με τους επιστήμονες όμως, η πιο βιώσιμη λύση για τον περιορισμό τους είναι η ένταξή τους στην καθημερινή διατροφή, αλλά και το να δοθούν κίνητρα στους ψαράδες για την μαζική αλιεία του. Ωστόσο, αν και πολύ νόστιμο, οι περισσότεροι λαοί της Μεσογείου (ανάμεσά τους και οι Έλληνες) δεν είναι εξοικειωμένοι μαζί του, με αποτέλεσμα η ζήτησή του να παραμένει μειωμένη.