(EUROKINISSI)

Αλβανοί στην Ελλάδα: Με δύο ταυτότητες στην τσέπη

Προσθέστε Εδώ το Κείμενο Επικεφαλίδας σας
@fyinews team

24/12/2024

Αντιγραφή συνδέσμου
fyi:
  1. Τα παιδιά των περίπου 700.000 Αλβανών μεταναστών/ριών που ήρθαν μέσα στη δεκαετία του ‘90 είναι σήμερα περίπου στην ηλικία που ήρθαν οι γονείς τους στην Ελλάδα.
  2. Παρόλα αυτά, η εμπειρία τους είναι εντελώς διαφορετική. Η πρώτη γενιά πάλεψε για την ενσωμάτωση στην ελληνική κοινωνία τόσο της ίδιας όσο και των παιδιών της, και η δεύτερη μπορεί πλέον να σταθεί ακόμα πιο κριτικά στην κοινωνία μέσα στην οποία μεγάλωσε.
  3. Μιλήσαμε σε τέσσερις γονείς και αντιστοίχως στα παιδιά τους, για να καταλάβουμε τις ομοιότητες και τις διαφορές στα βιώματά μεταξύ των δύο γενιών.

της Ράνιας Ζώκου

Ρεπορτάζ : Ράνια Ζώκου-Βίκτωρας Αντωνόπουλος 

Τα παιδιά των περίπου 700.000 Αλβανών μεταναστών/ριών που ήρθαν μέσα στη δεκαετία του ‘90 είναι σήμερα σχεδόν στην ηλικία που ήρθαν οι γονείς τους στην Ελλάδα. Και οι δύο γενιές μεταναστών και μεταναστριών, έχοντας περάσει το μεγαλύτερο κομμάτι της ζωής τους στην Ελλάδα, βίωσαν κοινωνικό και συστημικό ρατσισμό και ζουν με δύο εθνικές ταυτότητες, είτε τους το αναγνωρίζει το ελληνικό κράτος είτε όχι.

Παρόλα αυτά, η εμπειρία τους είναι εντελώς διαφορετική. Η πρώτη γενιά έχει ζήσει στον τόπο καταγωγής της, ενώ η δεύτερη τον έχει ζήσει σχεδόν αποκλειστικά μέσα από αφηγήσεις, ιστορίες και διακοπές. Η πρώτη γενιά πάλεψε για την ενσωμάτωση στην ελληνική κοινωνία τόσο της ίδιας όσο και των παιδιών της, και η δεύτερη μπορεί πλέον να σταθεί ακόμα πιο κριτικά στην κοινωνία μέσα στην οποία μεγάλωσε.

Τα πρώτα χρόνια

Η Άντζελα με τη μαμά της, τη Λία

Η Λία Βέις ήρθε από την Κορυτσά στην Καστοριά το 1996, σε ηλικία 27 ετών “για μια καλύτερη ζωή για τα παιδιά”. Η αρχή ήταν δύσκολη. “Καλημέρα και καλησπέρα. Αυτές τις δύο λέξεις ήξερα. Όταν πήγαινα στους γιατρούς, επικοινωνούσα με νοήματα”. Λέει όμως ότι δεν αντιμετώπισε μεγάλο θέμα στην Καστοριά. “Με έχουν βοηθήσει πάρα πολύ”.

Η Λαουρέτα Μάγια, που μετανάστευσε από τα Τίρανα στην Αθήνα το 1992, σε ηλικία 19 ετών, λέει ότι οι Έλληνες βοήθησαν τους Αλβανούς όταν έφτασαν με “ό,τι τους περίσσευε”. Ωστόσο, δύσκολα τους εμπιστεύονταν “κρατάγανε πάντα μια πισινή” αναφέρει. Η ίδια μέχρι να πάρει τα πρώτα της επίσημα χαρτιά διαμονής φοβόταν πολύ. “Ζούσαμε τέτοιο ρατσισμό που κρυβόμασταν ο ένας από τον άλλον. Κυρίως για να μην μας ακούσουν να μιλάμε αλβανικά”.

“Υπήρξε στιγμή στη δουλειά που μου είπαν: ‘ήρθατε, μας πήρατε τις δουλειές και μιλάς κι από πάνω’. Γιατί; Γιατί αντέδρασα ενώ είχα δίκιο”, θυμάται η Εντλίρα Σεϊντίνι που έφτασε στο Κορδελιό Θεσσαλονίκης από τα Τίρανα το 1996, σε ηλικία 22 ετών.

Οι Αλβανοί/ίδες μετανάστες/ριες, όταν είχαν πρωτοφτάσει στη χώρα, βρίσκονταν αντιμέτωποι με στοχευμένους αστυνομικούς ελέγχους. Μόλις μία καταγγελία ήταν αρκετή για να απελαθούν. “Ήρθε η αστυνομία ένα πρωί και με πήρε όπως δούλευα στον φούρνο”, λέει η Ρεζάρτα Ισουφλλάρι, που έφυγε από τα Τίρανα για να φτάσει στον Δομοκό το 1996 και λίγο αργότερα στην Αθήνα, σε ηλικία 22 ετών.

“Έπαθα κρίση πανικού γιατί μου έλεγαν: ‘θα περιμένεις κυρία μου να γεμίσει το λεωφορείο και θα σε επιστρέψουμε πίσω’. ‘Πού θα με επιστρέψετε πίσω; Το παιδί μου; Τον άντρα μου; Δηλαδή τι είμαι; Ένας άνθρωπος που ήρθα εδώ και διέλυσα την Ελλάδα;’

‘Ναι, αλλά δουλεύετε παράνομα’ ήταν η απάντηση.

‘Μα εγώ δεν θέλω να δουλέψω παράνομα. Θέλω απλά να δουλέψω’. Και με πήγαν στο Κέντρο Υγείας και μου έκαναν ηρεμιστική ένεση γιατί ούρλιαζα χωρίς σταματημό.”

Αφού πέρασε ώρες στο κρατητήριο μαζί με την 3χρονη τότε Ιωάννα Αρίφι, την παρέλαβε κλούβα και τη μετέφερε μαζί με την οικογένειά της στη Λαμία για να δικαστεί. Εκεί έμαθε ότι της είχε γίνει καταγγελία, αλλά είχε γλιτώσει την απέλαση. “Έτρεμα ολόκληρη. Σαν να είχα κάνει κάποιο έγκλημα.”

Οι δυσκολίες των παιδιών τους

Ο Μπρούνο με τη μαμά του, την Εντλίρα, τα Χριστούγεννα του 2001

Είτε γεννήθηκαν στην Αλβανία είτε όχι, πολλά από τα παιδιά μιλούσαν λίγα ή και καθόλου ελληνικά πριν πάνε στο σχολείο. Η Άντζελα Βέις, 28 σήμερα, γεννήθηκε στην Κορυτσά και ήρθε στην Καστοριά με τους γονείς της σε ηλικία 3 ετών, χωρίς να μιλάει ελληνικά. “Η μαμά μου μου λέει ότι σαν παιδάκι δεν δυσκολεύτηκα πολύ, γιατί, ενώ στο νηπιαγωγείο μιλούσαν όλα τα παιδάκια ελληνικά, εγώ επικοινωνούσα μαζί τους στα αλβανικά.”

Τονίζει όμως πως αυτό “δεν σημαίνει ότι δεν υπήρχε ρατσισμός. Θυμάμαι στο νηπιαγωγείο να μου λένε ότι ‘οι Αλβανοί σκοτώνουν, οι Αλβανοί κλέβουν και οι γονείς σου κάνουν το ίδιο γιατί είναι Αλβανοί’”.

“Μας αντιμετώπιζαν διαφορετικά”, θυμάται. “Είχα συμμαθητές από τη Γερμανία και υπήρχε πάντα το ‘ο τάδε απ’ τη Γερμανία, να μας πει κάτι για τη Γερμανία’”, λέει η Ανίτα Μάγια, 25 σήμερα, που γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Νέα Σμύρνη. “Για μένα δεν ενδιαφερόταν κανείς να ακούσει τι έχω να πω για τον τόπο μου.”

Ο Μπρούνο Σεϊντίνι, 24 σήμερα, που γεννήθηκε και ζει στο Κορδελιό, λέει ότι, παρά τον ρατσισμό που αντιμετώπισε, το μέρος που μεγάλωσε ήταν διαφορετικό. “Είναι και το Κορδελιό έτσι, έχει άτομα από διάφορες χώρες, όποτε υπήρχε μια ψιλο-αλληλοκατανόηση, δεν σε πείραζε ο άλλος εύκολα για την καταγωγή σου.”

Από την άλλη, η Ιωάννα, έχει άλλες εμπειρίες. Γεννήθηκε στα Τίρανα, ήρθε στον Δομοκό στα 2,5 και σήμερα, στα 31 της, ζει στο Λονδίνο. “Με πήρε ο υποδιευθυντής του αθηναϊκού ιδιωτικού που πήγαινα και μου είπε: ‘Λοιπόν, μήπως να πούμε ότι δεν είσαι από την Αλβανία;’ Δεν υπήρχαν άνθρωποι από άλλη χώρα στο σχολείο. Είναι τρελό.”

Προσπάθειες ενσωμάτωσης - διατήρησης ταυτότητας

Η Ανίτα με τη μαμά της, τη Λαουρέτα

Η Ιωάννα δεν θεωρεί την επιλογή των γονιών της να τη στείλουν σε ιδιωτικό εντελώς σωστή, αλλά το καταλαβαίνει. “Γενικά οι γονείς μου προσπαθήσαν να διαφοροποιηθούν. Να μην είναι οι ‘Αλβανοί μετανάστες’.”

Η μαμά της, Ρεζάρτα, λέει “δεν ήθελα η Ιωάννα να νιώθει άσχημα για την καταγωγή της. Ήμουν πολύ περήφανη και εγώ και ο πατέρας της γιατί ήρθαμε μεν οικονομικοί μετανάστες, αλλά αυτός ήταν στρατιωτικός, εγώ είχα τελειώσει οικονομικό λύκειο, ήξερα δύο γλώσσες. Δεν ήμασταν αυτό που λες ‘τυπικοί μετανάστες’.”

Η Ιωάννα παραδέχεται ότι για πολλά χρόνια ένιωθε έναν “εσωτερικευμένο ρατσισμό”, φέρνοντας ως παράδειγμα τη δυσκολία της να παρακολουθήσει τα μαθήματα αλβανικών που την είχαν γράψει οι γονείς της.

Για την Ανίτα πάλι, τα μαθήματα αλβανικών ήταν ένας από τους βασικούς συνδετικούς κρίκους με την αλβανική της ταυτότητα. “Οι γονείς μου μού μιλούσαν και με τις δύο γλώσσες ταυτόχρονα και η μαμά μου έκανε σχολείο με αλβανική γραμματική. Θεωρώ ότι αυτό με βοήθησε πάρα πολύ.”

“Εγώ δεν προσπαθούσα να κρύψω ότι είμαι Αλβανίδα αλλάζοντας το όνομα, όπως κάνανε πολλοί”, λέει η μαμά της Ανίτας, η Λαουρέτα. “Προσπαθούσα να μην αφήσω τον εαυτό μου στο περιθώριο.”

“Αυτό που λέει η μαμά, ότι προσπαθούσε πάντα να μην είναι στο περιθώριο, το ένιωσα” απαντάει η Ανίτα. “Το έχω νιώσει λίγο και με το ζόρι. ‘Θα πας. Θα πάμε. Θα δείξουμε.’ Εκ των υστέρων, κατάλαβα ότι είναι και για λόγους κοινωνικούς.”

Η ελληνική κοινωνία σήμερα

Η Ιωάννα με τη μαμά της, τη Ρεζάρτα

Ο Μπρούνο πιστεύει ότι τα στερεότυπα για τους Αλβανούς εξακολουθούν να υπάρχουν συνήθως “στο πλαίσιο της πλάκας”. “Και θα υπάρχουν”, συμφωνεί η Εντλίρα, η μαμά του . “Του το έχω πει πολλές φορές, ‘πάντα θα είσαι ο Αλβανός εδώ’.” Ο Μπρούνο, όμως, πιστεύει ότι οι σημερινές απόψεις “δεν είναι ίδιες με τις αντιλήψεις που είχανε πριν από 20 χρόνια”.

Η Εντλίρα, όπως και η Ανίτα και η Ιωάννα, μετανάστριες διαφορετικών γενιών, θεωρούν ότι, αν και ο ρατσισμός προς τους Αλβανούς δεν είναι τόσο έντονος, αυτό δεν ισχύει για τους υπόλοιπους μετανάστες. “Ο Αλβανός έχει αντικατασταθεί από τον Πακιστανό και, εντάξει, ο Αλβανός είναι και λευκός” λέει η Ιωάννα. “Από εκεί που ήταν ο εγκληματίας, έχει γίνει ο οικογενειάρχης που έχει ανοίξει μαγαζιά, ο καλός εργοδότης.”

Όμως, ακόμα κι αυτή η αντιμετώπιση δεν είναι η δεδομένη για όλους. Για την Άντζελα, εξαρτάται από το αν ζει σε μεγάλη πόλη ή στην επαρχία, αλλά και αν είσαι μετανάστρια πρώτης ή δεύτερης γενιάς. “Η μαμά μου είχε πάει στην τράπεζα την προηγούμενη εβδομάδα και η κυρία που δούλευε κατάλαβε από την προφορά της ότι ήταν από άλλη χώρα. Και τη μείωσε, δεν της μιλούσε όμορφα. Το κατάλαβε ένα άλλο παιδί που δούλευε στην τράπεζα και πήρε τη μαμά μου να την εξυπηρετήσει ο ίδιος.”

Για τη Ρεζάρτα, τη μαμά της Ιωάννας , η ελληνική κοινωνία έχει γίνει πολύ λιγότερο ρατσιστική με τα χρόνια, αλλά ειδικά οι νεότερες γενιές . “Μια μέρα σταματήσανε δύο γυναίκες έξω από το μαγαζί και λέει η μία ‘αυτή είναι Αλβανίδα, αλλά κάνει καλή δουλειά’. Ήταν όμως 60άρες. Χαίρομαι που στη νέα γενιά των παιδιών πλέον δεν έχω να αποδείξω τίποτα.”

Θεωρεί ότι η ελληνική κοινωνία ήταν σε γενικές γραμμές πολύ κλειστή όταν ήρθε “και η κλειστή κοινωνία θέλει χρόνια για να ωριμάσει”. “Ούτε η ελληνική, ούτε η αλβανική κοινωνία, δεν είχαμε μάθει να έχουμε ξένους μες στα πόδια μας.”

Η κόρη της, η Ιωάννα, από την άλλη, δεν είναι σίγουρη αν η ελληνική κοινωνία έμαθε τελικά να ενσωματώνει τους ξένους ή αν οι ξένοι αναγκάστηκαν να αφομοιωθούν εντελώς. “Δεν ξέρω αν εν τέλει είναι πιο φιλική η Ελλάδα προς εμάς ή αν απλά εμείς έχουμε κάνει τα πάντα για να έρθουμε κοντά της.”

Η ελληνοαλβανική ταυτότητα

Ο Μπρούνο με τη μαμά του, Εντλίρα, τον Αύγουστο του 2003

Η Ρεζάρτα, η μαμά της, στην ερώτηση για το πώς αισθάνεται με τη διπλή εθνική της ταυτότητα απαντά ότι πέρασε μια κρίση όταν δεν της έγινε δεκτή η αίτηση για την απόκτηση της ιθαγένειας, λόγω εισοδηματικών κριτηρίων. “Έκλαιγα με λυγμούς, λες και κάποιος πέθανε. Εγώ, έλεγα, έχω κάνει τόσα για την Ελλάδα.” Αργότερα όμως συνειδητοποίησε κάτι διαφορετικό. “Ό,τι έχω κάνει εδώ, θα το έκανα οπουδήποτε και να ήμουν. Ουσιαστικά, τα έκανα εγώ για την Ελλάδα; Όχι, για μένα τα έκανα.”

Η Ιωάννα απαντάει ότι, ενώ λέει ότι είναι Ελληνίδα, εφόσον μεγάλωσε στη χώρα, “πρέπει να είναι πολύ σαφές ότι είμαι από την Αλβανία. Έχω την ανάγκη να το λέω γιατί ποτέ δεν ένιωσα να με αγκαλιάζει η Ελλάδα, σαν κράτος”. Αντίστοιχα αισθήματα εκφράζει και η Ανίτα. “Πάντα προσπαθούσα να πείσω τον εαυτό μου ότι νιώθω Ελληνίδα, αλλά όσο σκεφτόμουνα τα όσα έχουν βιώσει οι γονείς μου, με απωθούσε. Νιώθω την ανάγκη να πάρω και λίγη από την αλβανική μου ταυτότητα, γιατί μέσα μου νιώθω μια αποστροφή.”

Από την άλλη, η μαμά της, η Λαουρέτα, λέει ότι έχει την Ελλάδα “στην καρδιά της”. “Αυτή νιώθω σαν χώρα μου”, λέει, χωρίς να μειώνει ποτέ την αλβανική της ταυτότητα. Αντίστοιχα νιώθει και η Εντλίρα: “είναι σαν να είναι δικιά μας πατρίδα”. Ο γιος της, ο Μπρούνο, λέει ότι αισθάνεται εξίσου Έλληνας και Αλβανός. “Έχω μεγαλώσει εδώ, έχω μάθει την ελληνική κουλτούρα, όμως παρόλα αυτά έχω και μια χώρα την οποία δεν μπορώ να ξεχάσω.”

Η Λία, η μαμά της Άντζελας, από την άλλη, νιώθει “ξένη και στην Ελλάδα και στην Αλβανία. Στην Αλβανία λένε ‘ήρθε η Ελληνίδα’. Στην Ελλάδα, λένε ‘α η Αλβανίδα’. Δεν είμαι σίγουρη για την ταυτότητά μου. Είναι σαν να μην έχω καμία μετά”.

Η Άντζελα, όμως, νιώθει ότι δεν καταλαβαίνει ότι έχει δύο ταυτότητες. Αν και αναγνωρίζει ότι είναι από άλλη χώρα δεν είναι ξεκάθαρο μέσα της. “Κάπως οι κουλτούρες μοιάζουν και δεν το ξεχωρίζω τόσο έντονα”, απαντάει. Ούτως ή αλλιώς, λέει, “δεν νιώθω πως η γενιά μου θα κάτσει πλέον να ασχοληθεί με την καταγωγή κάποιου, ή τουλάχιστον ο κύκλος μου”. Αναγνωρίζει, όμως, τη συμβολή των γονιών της σε αυτό. “Μπορεί οι γονείς μου να με έκαναν να μην καταλάβω ποτέ ότι διαφέρω” είπε.

*Όλες οι φωτογραφίες είναι ευγενική παραχώρηση των συνεντευξιαζόμενων.

AD(1024x768)
Μετάβαση στο περιεχόμενο