Το 2025 τα λιποβαρή παιδιά (5-19 ετών) ήταν για πρώτη φορά λιγότερα από τα παχύσαρκα, τα οποία έφτασαν τα 188 εκατ, δηλαδή σχεδόν 1 στα 10 παγκοσμίως, σύμφωνα με την πιο πρόσφατη έκθεση της UNICEF.
Ενώ το ποσοστό των λιποβαρών παιδιών έχει μειωθεί από 13% σε 9,2% από το 2000, το ποσοστό των παχύσαρκων έχει αυξηθεί από 3% σε 9,4%, και τα παχύσαρκα παιδιά είναι περισσότερα από τα λιποβαρή σε όλες τις περιοχές του κόσμου, με εξαίρεση την υποσαχάρια Αφρική και τη Νότια Ασία.
Ο παιδικός υποσιτισμός παίρνει 3 μορφές: λιποβαρή παιδιά, υπέρβαρα/παχύσαρκα παιδιά και παιδιά με έλλειψη σε θρεπτικά συστατικά.
Σύμφωνα με τα ευρήματα, αρκετές χώρες του Ειρηνικού εμφανίζουν τα υψηλότερα ποσοστά παχυσαρκίας παγκοσμίως, συγκεκριμένα το 38% των παιδιών και εφήβων 5 έως 19 ετών στο Νιούε, το 37% στα Νησιά Κουκ και το 33% στo Ναούρου. Τα ποσοστά αυτά, τα οποία έχουν όλα διπλασιαστεί από το 2000, οφείλονται σε μεγάλο βαθμό στη μετάβαση από τις παραδοσιακές διατροφές σε φθηνά, εισαγόμενα τρόφιμα με πολλές θερμίδες.
Συνολικά, η αύξηση της παχυσαρκίας συνδέεται με την εύκολη πρόσβαση τους σε υπερεπεξεργασμένα τρόφιμα (γεμάτα ζάχαρη, επεξεργασμένο άμυλο, αλάτι, ανθυγιεινά λιπαρά και πρόσθετα, καθώς είναι διαθέσιμα σε σχολικά κυλικεία αλλά και το εστιασμένο marketing τέτοιων τροφίμων σε παιδιά και έφηβους, με την έκθεση να αναφέρει ότι η διατροφή των παιδιών διαμορφώνεται από “ανθυγιεινά διατροφικά περιβάλλοντα”, και όχι ως αποτέλεσμα προσωπικών επιλογών.
Η παχυσαρκία συνδέεται με αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης αντίστασης στην ινσουλίνη και υψηλής πίεσης, καθώς και με απειλητικές για τη ζωή ασθένειες αργότερα, όπως ο διαβήτης τύπου 2, τα καρδιαγγειακά νοσήματα και ορισμένες μορφές καρκίνου.