H παράνομη συλλογή και εμπόριο διάφορων ειδών αράχνης και ειδικά ταραντούλας, έχει αυξηθεί ραγδαία τα τελευταία 25 χρόνια καθώς πλέον οι πωλητές είναι πολύ πιο εύκολο να βρουν πελάτες οnline, ενώ τα έντομα είναι αρκετά μικρά ώστε να μεταφέρονται χωρίς να γίνονται αντιληπτά.
Αρχικά η “μόδα” της ταραντούλας ως κατοικιδίου ξεκίνησε το ‘70-’80, παράλληλα με τη συνολική ανάπτυξη του λαθρεμπορίου άγριας ζωής. Καθώς αυξανόταν η ζήτηση, αυξήθηκε και η αναπαραγωγή του είδους σε αιχμαλωσία και το νόμιμο εμπόριο. Ωστόσο, οι επιστήμονες θεωρούν ότι η παράνομη αγορά ταραντούλας αναπτύχθηκε γρηγορότερα καθώς το νόμιμο εμπόριο απαιτεί χρόνο, χρήμα και την απόκτηση αδειών.
Πλέον, η πιο γρήγορα αναπτυσσόμενη αγορά είναι η πώληση νεκρών αραχνών, που αποτελεί περίπου το 43% της συνολικής αγοράς σύμφωνα με έρευνα, οι περισσότερες από τις οποίες πωλούνται σε συλλέκτες/ριες για διακόσμηση αλλά και σε ερευνητές/ριες.
Οι επιστήμονες δεν βρίσκουν αρκετή χρηματοδότηση για τη μελέτη των αραχνών, γεγονός που λένε ότι μπορεί να συνδέεται με τις αρνητικές προκαταλήψεις εναντίον τους.
Αν και η εκτροφή αραχνών για το νόμιμο εμπόριο μπορεί να έχει θετικά αποτελέσματα στους πληθυσμούς, η παράνομη συλλογή και το λαθρεμπόριο, σε συνδυασμό με την κλιματική αλλαγή και την καταστροφή του φυσικού τους περιβάλλοντος, απειλεί κάποια από τα είδη με εξαφάνιση προτού καν οι επιστήμονες προλάβουν να τα μελετήσουν.
Πολλά είδη ταραντούλας δεν παρακολουθούνται επαρκώς και μόνο ένα μικρό ποσοστό των ειδών προστατεύεται από διεθνείς συμβάσεις όπως η CITES. Έτσι η έλλειψη επαρκών και ολοκληρωμένων δεδομένων κάνει δύσκολη την αξιολόγηση των πραγματικών επιπτώσεων της παράνομης συλλογής και του εμπορίου τους.