Η μέτρηση του δείκτη μάζας σώματος (ΔΜΣ) και μόνο δεν αποτελεί αξιόπιστο μέτρο για τη διάγνωση της παχυσαρκίας και οδηγεί σε λάθος εκτιμήσεις, λέει η Επιτροπή για την Κλινική Παχυσαρκία του περιοδικού “The Lancet”, ζητώντας να αλλάξει ο ορισμός του “παχύσαρκου”.
Πολλοί αποθηκεύουν το σωματικό λίπος μέσα σε ή γύρω από όργανα (συκώτι, καρδιά), γεγονός που αυξάνει τον κίνδυνο για την υγεία.
“Μερικοί άνθρωποι τείνουν να αποθηκεύουν υπερβολικό λίπος στη μέση ή μέσα και γύρω από τα όργανά τους, όπως το συκώτι, η καρδιά ή οι μύες, και αυτό σχετίζεται με υψηλότερο κίνδυνο για την υγεία σε σχέση με όταν το υπερβολικό λίπος αποθηκεύεται ακριβώς κάτω από το δέρμα στα χέρια, τα πόδια ή άλλες περιοχές του σώματος”, εξηγεί ο καθηγητής του Anschutz Medical Campus του Πανεπιστημίου του Κολοράντο και μέλος της Επιτροπής, Robert Eckel.
Σήμερα., παχύσαρκο θεωρείται ένα άτομο όταν ο ΔΜΣ του (που υπολογίζεται από το βάρος, το ύψος και την ηλικία) είναι πάνω από 30 κ./τ.μ.
Το λίπος σε όλο το σώμα θα πρέπει να υπολογίζεται ανεξάρτητα από τον ΔΜΣ, κάτι που δεν γίνεται προς το παρόν, και έτσι δεν μετρώνται κρίσιμες πληροφορίες για την υγεία, λέει η Επιτροπή για την Κλινική Παχυσαρκία του “Lancet”.
Η επιστημονική ομάδα εισάγει, επίσης, δύο νέες διαγνωστικές κατηγορίες παχυσαρκίας που βασίζονται σε αντικειμενικές μετρήσεις της νόσου σε ατομικό επίπεδο: την “κλινική παχυσαρκία”, δηλαδή την χρόνια νόσο που σχετίζεται με συνεχιζόμενη δυσλειτουργία οργάνων και οφείλεται μόνο στην παχυσαρκία, και την “προκλινική παχυσαρκία” που σχετίζεται με ένα μεταβλητό επίπεδο κινδύνου για την υγεία, αλλά χωρίς τρέχουσα ασθένεια.